- διακλαδώνομαι
- διακλαδώνομαι, διακλαδώθηκα, διακλαδωμένος βλ. πίν. 4
και πρβλ. διακλαδίζομαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διοζούμαι — διοζοῡμαι ( όομαι) (Α) [οζούμαι] διακλαδώνομαι … Dictionary of Greek
υποσχίζω — Α [σχίζω] 1. σχίζω κάτι αποκάτω ή τό σχίζω λίγο 2. παθ. ὑποσχίζομαι (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι 3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή 4. καταστρέφω έναν τόπο … Dictionary of Greek
διακλαδίζομαι — διακλαδίζομαι, διακλαδίστηκα, διακλαδισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. διακλαδώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής